- καφτάνι
- το(λ. τουρκ.), πολυτελής μανδύας ως τα πόδια με μακριά μανίκια και ζώνη στη μέση (με χρήση στην Τουρκία και Ρωσία παλιότερα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καφτάνι — Ένδυμα των ανατολικών λαών, μακρύ και φαρδύ, πλούσια διακοσμημένο και ντυμένο με γούνα. Οι σουλτάνοι της Τουρκίας χάριζαν κ. στους βεζίρηδες ή στους μεγιστάνες σε έκτακτες ευκαιρίες ή για τιμητική διάκριση, όπως σήμερα απονέμονται τα παράσημα.… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
καβάδι — το [Μ καβάδι(ο)ν και καββάδι(ο)ν] 1. είδος μακριού και ευρύχωρου επενδύτη, ανδρικού και γυναικείου, περσικής ασσυριακής προελεύσεως, άλλ. καφτάνι 2. επενδύτης από χονδρό μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα οικιακής υφάνσεως, που φορούσαν οι οπλίτες αντί… … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
caftan — CAFTÁN, caftane, s.n. (înv.) Manta orientală, albă, lungă şi largă, împodobită cu fire de aur sau de mătase, pe care o purtau domnitorii şi boierii români. ♢ expr. A îmbrăca (cu sau în) caftan = a (se) ridica la rangul de domn sau de boier. ♦… … Dicționar Român